- μονονυχί
- μονο-νῠχί, [dialect] Ion. [pref] μουν-, Adv.A in a single night, APl.4.92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονονυχί — μονονυχί, ιων. τ. μουνονυχί (Α) επίρρ. κατά τη διάρκεια μιας νύκτας, σε μια νύκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + νυχί (< νύξ, νυκτός), πρβλ. αυτο νυχί] … Dictionary of Greek
μονονουχί — μονονού indeclform (adverb) μονονυχί in a single night indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)